Εὐμάρει — Εὐμάρης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐμάρεϊ , Εὐμάρης masc dat sg (epic ionic) Εὐμάρης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρει — εὐμαρέω have abundance pres imperat act 2nd sg (attic epic) εὐμαρέω have abundance imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρει' — εὐμάρεια , εὐμάρεια fem nom/voc sg εὐμάρειαι , εὐμάρεια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαρής — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική. * * * εὐμαρής, ές (Α) 1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ. β. «εὐμαρὲς… … Dictionary of Greek
υπάρχω — ὑπάρχω ΝΜΑ [ἄρχω] 1. έχω ύπαρξη, έχω υπόσταση, ζω, υφίσταμαι (α. «υπάρχει δικαιοσύνη» β. «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», Δημοσθ.) 2. (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ … Dictionary of Greek
εὐμαρέ' — εὐμαρέο , εὐμαρέω have abundance pres imperat mp 2nd sg (epic ionic) εὐμαρέαι , εὐμαρέω have abundance pres ind mp 2nd sg (epic ionic) εὐμαρέο , εὐμαρέω have abundance imperf ind mp 2nd sg (epic ionic) εὐμαρέα , εὐμαρής easy neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)